- ποτιτίθημι
- Α(δωρ. τ.) προστίθημι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τίθημι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… … Dictionary of Greek